ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΠΠΟΥΔΩΝ;

Ακολουθεί ένα απόσπασμα αφηγηματικό, στην ουσία πρόκειται για αυτούσια απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη που ελήφθη το έτος 1983 στο χωριό ή Δημοτικό Διαμέρισμα Πτελέας του Δήμου Τριγώνου από τον Κύριο Ιωαννίδη Κυριάκο. Το αποτέλεσμα αυτό αποτελεί τη συνέχεια προηγούμενων δημοσιεύσεων, κατά τις  τελευταίες εκδόσεις της δημοτικής εφημερίδας το ΄΄Τρίγωνο΄΄.  Η γλώσσα στην οποία αποτυπώνεται η αφήγηση ίσως ξαφνιάζει ορισμένους αναγνώστες για το είδος της, αλλά είναι η τοπική διάλεκτος του χωριού Πτελέα.

 

Ιωαννίδης Κυριάκος ή παππού Κυριζής:

 Πάναν στρατός ικεί πέρα. Παραδόθκαν αυτοί. Μι του παράδουμα τους έφηραν στου χουριό, τους δώθκη αμνηστία. Αυτοί ήταν να τους σκουτώσουν. Έδουση βασιλιάς αμνηστία. Όποιους πιαστεί κιπαραδουθεί μ΄αυτουνούς δεν θα δικαστεί. Κι έτσ΄ γλύτουσαν. Ύστηρα έκαμαν κάνα-δυο μήνις μεσ΄ φυλακή κι σ΄απόλυσαν, εν τέλει μεις, άμα μηγάλουσαμη, ραουνιάσκαμη. Ήμασταν στου 1919. Σκέφτουμασταν νά ΄ρθουμη σν΄Ελλάδα. Τότι με την κίνησ΄ έγινη μια ανταλλαγή σν΄Ελλάδα.  Οι Βουλράρ΄ έρουνταν σ΄Βουλγαρία κι οι Έλληνες απου δω πήγναν σν΄Ελλάδα. Ναι όμους ιμείς δεν είχαμη σκουπό για νάρθουμη. Τμέρα που ήρθαν κειν΄απού κει που έκαμαν τ΄αντάρτικα, έρουνταν στου χουριό. Ικεί πέρα μας δέρναν, μας βίαζαν κι ετσ΄αναγκάσκαμη νάρθουμη. Τότι, όσου που κίνσαμη δόθι, έβγηναμη πιριπουλίες. Έναν γκιρόν ήταν η βραδιά να βγούμη μεις πιρίπουλου. Μαζί μι τουν αδιρφόμ΄έβγηναμη. Μια βραδιά βγήκαμη. Πήγαμη στου φυλάκιου. Ικεί του λεαν Καντσιλάρ, στη Βουλγαρία. Ένας ήρθη κι μας λέει: Τα κατσίκια σας όξου είνη. Μεις είχαμη καμόσα κατσίκια, κανιά δέκα-δώδηκα. Τα ματζούρια ήταν ικεί. Κι σι μας κάθουνταν ένας. Φτοί πάλι του μπαμπάμ που κιρόν τουν ρουτούσαν να τα πλήσ τα κατσίκια. Ήθηλαν να τα αγουράσουν. Μπαμπάμ πάλι δεν ήθηλη να τα δώσ΄. Αυτοί μια βραδιά ήρθαν και τα πόλκαν, για να τα πάρναν, να τα κλέψναν. Ήρθαν κι μας ειδοποίησαν, ότι αυτό κι αυτό. Τα κατσίκια είνη όξου. Πήγαμη ύστηρα, πρόλαβαμη ικεί πέρα. Τα κατσίκια είχαν τα λύσναν. Είχαν κι κουδούνια. Τάλσαν κι τα κουδούνια  για να μην ακούγουντη. Τέλους πάντουν τα ξέμασαμη. Τάβαλαμη μέσα. Δεν μπουρούσης να πεις κι τίπουτα. Άμα ίληγης τίπουτα  δαρμό-ξύλου. Δεν είχαμη υπόληψ΄καθόλου. Που λίες μέρις ύστιρα τα πούλση μπαμπάμ. Μιτά λίες βραδιές πάλι ήρθη σειρά να πάμη πάλι πιρίπουλου. Ήμασταν πιριπουλία. Πήγαμη μεις στου φυλάκιου. Ήμασταν πρώτου νούμιρου. Πιριπουλία μεσ΄ του χουριό. Αλλά ήταν κι ματζούρια μαζί που τα΄Αρτζιαλί, του Ντουάν-Σαρλάζ, πόδουν πουν Κουμουτινή. Καπνά είχαμη πουλά μείς, αλλά ξέχασα να πάρου καπνό που σπίτ. Ήταν ένα μαγαζί ικεί πέρα κουντά σν΄ακκλησιά. Κι τουν λέου αυτόν τουν συνέτιρου που πήαμη μαζί: Κάτση λίου κι γω θα πάου να πάρου τσιγάρα. Πήγα γω μέσα. Μόλις σέφκα κοιτάζου τρία ματζούρια. Πχήναν στου τραπέζ. Γω παένου στουν μπακάλ κι του λέου: Δώση μι ένα μπακέτ τσιγάρα. Ένα ματζούρ, Γιάνγκου τουν έληγαν, λέει: Δώσ΄ του όπλους μένα να πυρουβουλήσου. Πρώτα-πρώτα δεν επιτρέπιτη να στου δώσου του όπλου λέου, πως θα σι δώσου του όπλου, σαν πιρίπουλου που είμι γώ. Άμα σι δώσου του όπλου τότι τι; Ένας στρατιώτς άμα τουν πάρναν του όπλου, τότι τι αξία εχ; Επιτρέπητη να σι δώσου του όπλου; Ναι αλλά φτος τάρπαξη του όπλου. Κι γω του κρατού μι του χέρ, κι φτος του κρατάει. Δώσ΄ του, λέει! Γω δεν του δίνου, είπα στα Βουλγάρκα. Τάξηρα φαρσί τα Βουλγάρκα. Τώρα πουλλά χρόνια ήνγκαν, τα ξέχασα. Τότι βαστούσαμη μεις κάτι μαχαίρια. Του μαχαίρ φαίνουνταν πέουνια. Έναν κιρόν θύμουσα κι γώ. Λέει: Δε θα του δώσεις; Λέου: Δε θα του δώσου. Φτός είπη να μι τραβήξ. Αμέν δε χάνου κιρόν γω τραβού του όπλου. Ήμαν γιρός τότι, δικαοχτώ-δικαεννιά χρουνό. Πως ήταν του τραπέζ μι τα πουτήρια ούλα τόσμπρουξα. Νε μπουκάλια πόμκαν, νε πουτήρια. Φτος είπη να παρ΄του μαχαίρ απ΄ιδώ, σφίγγου γω του χέρ μέσα.

 Πάναν στρατός ικεί πέρα. Παραδόθκαν αυτοί. Μι του παράδουμα τους έφηραν στου χουριό, τους δώθκη αμνηστία. Αυτοί ήταν να τους σκουτώσουν. Έδουση βασιλιάς αμνηστία. Όποιους πιαστεί κιπαραδουθεί μ΄αυτουνούς δεν θα δικαστεί. Κι έτσ΄ γλύτουσαν. Ύστηρα έκαμαν κάνα-δυο μήνις μεσ΄ φυλακή κι σ΄απόλυσαν, εν τέλει μεις, άμα μηγάλουσαμη, ραουνιάσκαμη. Ήμασταν στου 1919. Σκέφτουμασταν νά ΄ρθουμη σν΄Ελλάδα. Τότι με την κίνησ΄ έγινη μια ανταλλαγή σν΄Ελλάδα.  Οι Βουλράρ΄ έρουνταν σ΄Βουλγαρία κι οι Έλληνες απου δω πήγναν σν΄Ελλάδα. Ναι όμους ιμείς δεν είχαμη σκουπό για νάρθουμη. Τμέρα που ήρθαν κειν΄απού κει που έκαμαν τ΄αντάρτικα, έρουνταν στου χουριό. Ικεί πέρα μας δέρναν, μας βίαζαν κι ετσ΄αναγκάσκαμη νάρθουμη. Τότι, όσου που κίνσαμη δόθι, έβγηναμη πιριπουλίες. Έναν γκιρόν ήταν η βραδιά να βγούμη μεις πιρίπουλου. Μαζί μι τουν αδιρφόμ΄έβγηναμη. Μια βραδιά βγήκαμη. Πήγαμη στου φυλάκιου. Ικεί του λεαν Καντσιλάρ, στη Βουλγαρία. Ένας ήρθη κι μας λέει: Τα κατσίκια σας όξου είνη. Μεις είχαμη καμόσα κατσίκια, κανιά δέκα-δώδηκα. Τα ματζούρια ήταν ικεί. Κι σι μας κάθουνταν ένας. Φτοί πάλι του μπαμπάμ που κιρόν τουν ρουτούσαν να τα πλήσ τα κατσίκια. Ήθηλαν να τα αγουράσουν. Μπαμπάμ πάλι δεν ήθηλη να τα δώσ΄. Αυτοί μια βραδιά ήρθαν και τα πόλκαν, για να τα πάρναν, να τα κλέψναν. Ήρθαν κι μας ειδοποίησαν, ότι αυτό κι αυτό. Τα κατσίκια είνη όξου. Πήγαμη ύστηρα, πρόλαβαμη ικεί πέρα. Τα κατσίκια είχαν τα λύσναν. Είχαν κι κουδούνια. Τάλσαν κι τα κουδούνια  για να μην ακούγουντη. Τέλους πάντουν τα ξέμασαμη. Τάβαλαμη μέσα. Δεν μπουρούσης να πεις κι τίπουτα. Άμα ίληγης τίπουτα  δαρμό-ξύλου. Δεν είχαμη υπόληψ΄καθόλου. Που λίες μέρις ύστιρα τα πούλση μπαμπάμ. Μιτά λίες βραδιές πάλι ήρθη σειρά να πάμη πάλι πιρίπουλου. Ήμασταν πιριπουλία. Πήγαμη μεις στου φυλάκιου. Ήμασταν πρώτου νούμιρου. Πιριπουλία μεσ΄ του χουριό. Αλλά ήταν κι ματζούρια μαζί που τα΄Αρτζιαλί, του Ντουάν-Σαρλάζ, πόδουν πουν Κουμουτινή. Καπνά είχαμη πουλά μείς, αλλά ξέχασα να πάρου καπνό που σπίτ. Ήταν ένα μαγαζί ικεί πέρα κουντά σν΄ακκλησιά. Κι τουν λέου αυτόν τουν συνέτιρου που πήαμη μαζί: Κάτση λίου κι γω θα πάου να πάρου τσιγάρα. Πήγα γω μέσα. Μόλις σέφκα κοιτάζου τρία ματζούρια. Πχήναν στου τραπέζ. Γω παένου στουν μπακάλ κι του λέου: Δώση μι ένα μπακέτ τσιγάρα. Ένα ματζούρ, Γιάνγκου τουν έληγαν, λέει: Δώσ΄ του όπλους μένα να πυρουβουλήσου. Πρώτα-πρώτα δεν επιτρέπιτη να στου δώσου του όπλου λέου, πως θα σι δώσου του όπλου, σαν πιρίπουλου που είμι γώ. Άμα σι δώσου του όπλου τότι τι; Ένας στρατιώτς άμα τουν πάρναν του όπλου, τότι τι αξία εχ; Επιτρέπητη να σι δώσου του όπλου; Ναι αλλά φτος τάρπαξη του όπλου. Κι γω του κρατού μι του χέρ, κι φτος του κρατάει. Δώσ΄ του, λέει! Γω δεν του δίνου, είπα στα Βουλγάρκα. Τάξηρα φαρσί τα Βουλγάρκα. Τώρα πουλλά χρόνια ήνγκαν, τα ξέχασα. Τότι βαστούσαμη μεις κάτι μαχαίρια. Του μαχαίρ φαίνουνταν πέουνια. Έναν κιρόν θύμουσα κι γώ. Λέει: Δε θα του δώσεις; Λέου: Δε θα του δώσου. Φτός είπη να μι τραβήξ. Αμέν δε χάνου κιρόν γω τραβού του όπλου. Ήμαν γιρός τότι, δικαοχτώ-δικαεννιά χρουνό. Πως ήταν του τραπέζ μι τα πουτήρια ούλα τόσμπρουξα. Νε μπουκάλια πόμκαν, νε πουτήρια. Φτος είπη να παρ΄του μαχαίρ απ΄ιδώ, σφίγγου γω του χέρ μέσα.


 
 

Επιμέλεια: Αλεξιάδης Δημήτρης